Η ταβέρνα του Αλβέρτου (του Κωνσταντίνου Γαβριήλ)
Στον κεντρικό πλακόστρωτο δρόμο της πόλης, με τα πολλά μαγαζιά, ο κόσμος πηγαινοερχόταν βιαστικός, πότε με τα πόδια, πότε πάνω στα άλογα, προσπαθώντας να προλάβει τα πάντα. Οι περισσότεροι άφησαν την εξοχή και εγκαταστάθηκαν στην πόλη, κάνοντας διάφορα επαγγέλματα. Άλλος ξυλουργός, άλλος αμαξάς, άλλος παντοπώλης. Σε κάθε περίπτωση βρήκαν στην πόλη ένα πολυπληθές πελατολόγιο για να πουλούν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους. Οι ανάγκες τους, χρόνο με τον χρόνο αυξάνονταν και έτρεχαν να τις καλύψουν για να μην μείνουν πίσω και τους παρεξηγούν.
Πολλοί δεν έχαναν ευκαιρία να κοροϊδεύουν όσους αρκούνταν στα λίγα. Η επιτυχία βέβαια στην πόλη δεν ήταν δεδομένη. Δεν τα κατάφερναν όλοι εξίσου καλά, να είναι πλούσιοι και να έχουν κύρος. Κάποιοι, πιο καπάτσοι, κατάφερναν με τα τερτίπια τους, τις ωραίες κουβέντες, τις γυαλιστερές συσκευασίες, ενίοτε και με ψέματα και παρατυπίες, να γεμίζουν τις τσέπες τους με χρυσά φλουριά. Ανάλογα με το επάγγελμά του, ο καθένας είχε τα δικά του μυστικά και προσπαθούσε να γελάσει τους άλλους.
Στην εξοχή που ζούσαν πριν από χρόνια, δεν ανησυχούσαν και για το φαγητό. Ήταν πιο λιτό, και δεν πολυασχολούνταν την εποχή εκείνη για το πότε και τι θα φάνε…. Στην πόλη όμως τα πράγματα άλλαξαν και ήθελαν να τρώνε όλο και πιο περίτεχνα και σύγχρονα φαγητά. Φοβόντουσαν την πείνα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, και είχαν καταλήξει να είναι όλοι υπέρβαροι. Είχαν καθημερινή βασική έννοια τι θα φάνε και καμάρωναν όταν αυτό που έτρωγαν τους έκανε να αισθάνονται χορτάτοι μέσα σε λίγη ώρα.
Πολλές από τις κουβέντες τους ήταν ανταλλαγή απόψεων για το φαγητό. Συναγωνίζονταν ποιος θα πάρει τα περισσότερα κιλά, στο συντομότερο χρονικό διάστημα ενώ υπήρχαν και οδηγίες για το πώς και πότε θα φάνε το κάθε φαγητό. Οι πιο διαβασμένοι και χορτάτοι, έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης στην πόλη, ενώ όλοι ζητούσαν την άποψή τους. Οι παλιοί χαιρετισμοί που έκαναν στην εξοχή, είχαν αντικατασταθεί με ευχές όπως ‘καλή χόρταση’, ‘καλό γεύμα’ και τσούγγριζαν τα ποτήρια λέγοντας ‘στο φαγητό μας’.
Ο Αλβέρτος ήταν ένας από αυτούς και διεύθυνε μια πολυδιαφημισμένη ταβέρνα στο κέντρο της πόλης. Προβολείς φώτιζαν την πρόσοψη του μαγαζιού, που ήταν τόσο μεγάλο, που έπιανε σχεδόν ολόκληρο το τετράγωνο. Πολλές άμαξες στάθμευαν έξω από την ταβέρνα. Οι πεινασμένοι, ταξιδιώτες και ντόπιοι, ικανοποιούσαν την πείνα τους με την μεγάλη ποικιλία των φαγητών. Είτε λίγο πεινασμένοι, είτε πολύ, ακόμα και με την υπόνοια πείνας, οι κάτοικοι της πόλης ήταν διατεθειμένοι να αφήσουν μπόλικα νομίσματα από το πουγκί τους. Ακόμα κι αν δεν ήταν και τόσο γεμάτο. Τα φλουριά αμέτρητα στο τέλος της ημέρας, τα οποία μετρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια οι πολλές σερβιτόρες που είχε ο Αλβέρτος στην δούλεψή του.
Αν και ήταν πολύ έξυπνος και αφοσιωμένος επιχειρηματίας, το βλέμμα του πρόδιδε ακριβώς το αντίθετο. Ήταν συνεχώς με μισόκλειστα μάτια και χωρίς λάμψη μέσα τους. Ψηλόλιγνος, με κάπως στραβά δόντια, που μόλις έσφιγγε το στόμα, έτριζαν καθώς γλιστρούσαν το ένα πάνω στο άλλο. Το χρήμα δεν το λογάριαζε όταν έδινε πλουσιοπάροχες αμοιβές στο προσωπικό του, το οποίο αποτελούνταν από μάγειρες, φύλακες, σερβιτόρους και άλλους. Θεωρούσε πως η στάση του αυτή βελτίωνε την εικόνα της επιχείρησής του. Απαιτούσε όμως πίστη και προσήλωση στην δουλειά.
Είχε γεύματα για κάθε γούστο και προσπαθούσε με θεμιτά και αθέμιτα μέσα να επικρατήσει στην πόλη. Το μαγαζί του είχε πολλές φορές επικριθεί αλλά και τιμωρηθεί στο παρελθόν, αν και με ποινές – χάδι από τις αρχές. Κι αυτό για ανήθικες και επιπόλαιες τακτικές, που εφάρμοζε σε ανυποψίαστους πελάτες. Τακτικές γνωστές, που δυστυχώς γι’ αυτόν, εντοπίζονται εύκολα από τις αρχές της πόλης. Φτηνά συστατικά, γρήγορη ετοιμασία φαγητού, συναντήσεις και δείπνα με άρχοντες καθώς και απόπειρες χρηματισμού τους. Δεν το έβαζε όμως κάτω, θεωρούσε τον εαυτό του ειδήμονα της γεύσης και χαιρόταν όταν το ταμείο, το βράδυ που έκλεινε η ταβέρνα, ήταν γεμάτο.
Φρόντιζε πάντα να διαφημίζει το μαγαζί και τα φαγητά του. Αλλά και με πλουσιοπάροχα δώρα, μπορούσε να περιορίζει την όποια δυσφήμιση του προκαλούσαν οι επιζήμιες τακτικές του. Στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο που είχε στην διάθεσή του, πήγαινε επίσκεψη σε φίλους του. Οι οποίοι τύγχαναν σημαίνοντα πρόσωπα στην πόλη και συζητούσε μόνο για θέματα δουλειάς. Το βράδυ, λίγο πριν κλείσουν τα αποκαμωμένα από την ένταση της ημέρας μάτια του, διάβαζε ένα και μόνο βιβλίο. Του το είχε χαρίσει ένας παλιός δήμαρχος της πόλης, με τίτλο: ‘Ο άρχοντας της αγοράς’. Από το διάβασμα και τις συζητήσεις με τους φίλους του είχε καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα.
Ήξερε πως οι περισσότεροι άνθρωποι επέλεγαν να φτιάχνουν το φαγητό στο σπίτι τους, με παραδοσιακές συνταγές και υλικά της δικής τους προτίμησης. Έτσι δεν υπήρχε και λόγος να επισκεφτούν το μαγαζί του. Αυτό ήταν ένα συμπέρασμα που τον έκανε να τρίζει τα δόντια του. Σκεφτόταν πως δεν ήταν δυνατό μία από τις πιο σημαντικές ανάγκες του ανθρώπου να την αναλαμβάνουν ερασιτέχνες. Ένα άλλο συμπέρασμα ήταν πως τελικά οι άνθρωποι δεν πεινούσαν αρκετά συχνά… Ναι… Ο Αλβέρτος το θεωρούσε πρόβλημα της ανθρώπινης φύσης να μην πεινάει ο κόσμος αδιαλείπτως… Την άποψή του αυτή την επαναλάμβανε μέσα του κυρίως τα πρωινά. Κι αυτό, γιατί δίπλα από το σπίτι του υπήρχε ένα κοτέτσι και κάθε πρωί που ο Αλβέρτος ξεκινούσε για την ταβέρνα, μακάριζε τις κότες που συνέχεια έσκυβαν και όλο και κάτι τσιμπολογούσαν από το χώμα. Τι πιο λογικό σκεφτόταν, να ίσχυε το ίδιο και για τους ανθρώπους;
Και αν η φύση, του δημιουργούσε τέτοιες ανησυχίες και απογοητεύσεις, το βιβλίο που διάβαζε τον πονοκεφάλιαζε ακόμα περισσότερο. Με πολλά παραδείγματα παρουσίαζε στον αναγνώστη, πως το βασικό σε κάθε επιχείρηση, είτε ήταν σιδηρουργείο, είτε πανδοχείο, είτε στάβλος, είναι η δημιουργία αναγκών. Αλλά και η ισχυρή δέσμευση των πελατών με την επιχείρηση. Ο Αλβέρτος είχε αρχίσει εδώ και καιρό να σκέφτεται με ποιο τρόπο θα μπορούσε να πετύχει τους σκοπούς αυτούς. Ασφαλώς ένα τέτοιο σχέδιο θα ήταν μεγαλεπήβολο και φιλόδοξο.
Όλη η πόλη, με το πέρας της εφαρμογής ενός τέτοιου σχεδίου, θα έτρωγε στην ταβέρνα του και μάλιστα πολύ συχνά. Για να πετύχει, έπρεπε να εξετάσει κάθε λεπτομέρεια, γιατί ήταν διατεθειμένος να επενδύσει πολλά φλουριά στο εγχείρημα. Κάτι που δεν τον προβλημάτιζε ιδιαίτερα, γιατί κάπου στο βιβλίο που διάβαζε, σε ένα πλαίσιο με έντονα γράμματα, έγραφε πως όσα και να δαπανήσεις σε έρευνα και διαφήμιση, θα τα πάρεις πίσω πολλαπλάσια. Αυτό το πλαίσιο πάντα έκανε τον Αλβέρτο να ανοίγει τα μισόκλειστα βλέφαρά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια