ΜΑΖΙ

Όχι στο απαρτχάιντ και στις υποχρεωτικές ιατρικές πράξεις. Όχι στα υγειονομικά πιστοποιητικά ως μέσο διάκρισης και ελέγχου. Όχι στις αναστολές εργασίας και στην αυθαιρεσία των εργοδοτών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Όχι στον ολοκληρωτισμό. Ο φασισμός δεν θα περάσει. Αγωνιζόμαστε για ποιοτική, δημόσια και δωρεάν Παιδεία, βασισμένη στις αξίες της ελευθερίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Αγωνιζόμαστε για την ίδια την ζωή.

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ!

Το διήγημα της Αγγελικής Παπαζάνη που κέρδισε το 1ο Βραβείο διηγήματος ενηλίκων 23ος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός Ε.Τ.Ε.Π. Κερατσινίου, 18/11/2023 

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ !

 

Η ταμπέλα στην πόρτα του μικρού διαμερίσματος του ημιυπόγειου της οδού Καποδιστρίου ήταν σαφής και δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας.

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

Η ουρά που είχε συγκεντρωθεί από το πρωί έφθανε μέχρι το ισόγειο. Άνθρωποι όλοι τους μέσης και τρίτης  ηλικίας. Άλλοι με καλόγουστα κοστούμια και  καλογυαλισμένα παπούτσια. Άλλοι με τριμμένα από τον χρόνο ενδύματα και σκονισμένα υποδήματα που παρέπεμπαν σε παρελθούσα δεκαετία. Και τραγιάσκα… Όλοι όμως είχαν ένα κοινό. Ή μάλλον δύο!

Κρατούσαν στο χέρι ένα βιβλίο. Δερματόδετο στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Με σελίδες  κιτρινισμένες, σκισμένες, που πολλές φορές πετάγονταν   με αναίδεια σαν να ήθελαν να ξεφύγουν από τα δεσμά του δερμάτινου εξωφύλλου που τις ήθελαν υπάκουες.

Όλοι τους φορούσαν γυαλιά. Με χρυσό σκελετό. Που πλαισίωνε το πρόσωπό τους δίνοντάς τους ένα ύφος σοφιστικέ. Ένα ύφος που δεν μπορούσες να μην το προσέξεις έτσι όπως στέκονταν ο ένας  πίσω από τον άλλο με μία ηρεμία που μόνο  ένας διανοούμενος μπορεί να έχει επιτύχει εκεί στη μακρινή χώρα των μακάρων .

Η πόρτα άνοιγε με αργούς ρυθμούς. Και κατάπινε έναν έναν τους άνδρες με τα κοστούμια και τις τραγιάσκες.

-Τι δηλώνετε ότι είστε;

Κλασσική η ερώτηση του μικρόσωμου άνδρα με τα λιγοστά μαλλιά που κρυβόταν θαρρείς πίσω από το γραφείο με τα  χιλιάδες αποκόμματα και τα τρία τηλέφωνα.

-Είμαι πνευματικός άνθρωπος, απάντησε με θάρρος ο  πενηντάρης ασπρομάλλης που κάθισε στην αναπαυτική πολυθρόνα  κόντρα στο φως που έμπαινε από το παράθυρο που κοιτούσε ανατολικά.

-Και τι νομίζεις ότι είναι αυτό που σε κάνει να διαφέρεις  από τους άλλους που  είδα μέχρι τώρα και που θα βλέπω μέχρι το βράδυ; Τι διαφορετικό διαθέτεις;

-Ξέρω τι μου γίνεται, απάντησε με την  ίδια σταθερότητα.

Τα  μαύρα αετίσια μάτια του μικρόσωμου ανακριτή καρφώθηκαν στον άνδρα που είχε τραβήξει το ενδιαφέρον του. Ένα μικρό μειδίαμα ντράπηκε να κάνει την εμφάνισή του και παρέμεινε καλά κρυμμένο. Σηκώθηκε. Πήγε στο μεγάλο παράθυρο πίσω από τον σίγουρο για τον εαυτό του πνευματικό άνθρωπο. Τράβηξε την κουρτίνα, όχι παραπάνω από πέντε εκατοστά, και κοίταξε κλεφτά τον δρόμο.

-Τι νομίζεις ότι γίνεται τώρα έξω; τον ρώτησε .

Δεν τον κοίταξε. Κοίταζε τον δρόμο. Σαν να είχε κολλήσει το βλέμμα του.

-Πολλά!  Τα αυτοκίνητα κινούνται... Οι άνθρωποι πάνε στον προορισμό τους, αγέλαστοι, κατσουφιασμένοι. Τα κορναρίσματα δίνουν και παίρνουν. Κι όμως έχει μια ησυχία που μου τρυπάει τα αυτιά!

Λίγο πιο πέρα μια γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά ζητιανεύει. Έχει το χέρι τεντωμένο.   Κανείς δεν προσέχει αυτό το χέρι.  Όλοι την προσπερνούν.

Ένα αγόρι κάνει βόλτες με το ποδήλατό του. Η ταχύτητα τον έχει μεθύσει. 

Στο βάθος βλέπω καπνό…Συντρίμμια, πόλεις γκρεμισμένες, ανθρώπους καταπλακωμένους, ανάσες κοφτές κάτω από τα ερείπια…

Βλέπω και ράγες! Πολλές που συναντιούνται. Και μια μεγάλη φωτιά! Και σώματα νεαρά που υψώνονται εξαϋλωμένα προς τον ουρανό με λευκά φτερά. Και από κάτω μάνες. Στα μαύρα όλες! Να τραβάνε τα μαλλιά τους και να ξεσκίζουν τα στήθια τους.

Βλέπω όπλα στραμμένα σε γυναίκες και παιδιά!

Βλέπω φρικαλεότητες!

Βλέπω και μια μπότα να πατάει τους ανθρώπους στο πρόσωπο. Να τους εκμηδενίζει!

Δεν κοίταξε καν  προς το παράθυρο.  Ο αντικρινός λευκός τοίχος με τις μπεζ στάμπες φάνηκε να μονοπώλησε το ενδιαφέρον του.

Πίσω από την πλάτη του ο μικρόσωμος άνδρας με το καρό πουκάμισο δεν μετακινήθηκε. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί κάπου…ή ίσως και πουθενά.

-Και εσύ τι μπορείς να κάνεις για αυτό; τον ρώτησε χωρίς να τον κοιτάξει.

-Εγώ; Μπορώ να βγω στο πεζοδρόμιο. Να προχωρήσω μαζί με τον κάθε περαστικό. Και να του πω στα αυτί ότι τώρα είναι η δική του ώρα. Ότι τώρα που φαίνεται ότι όλα λειτουργούν εις βάρος του εκείνος οφείλει να αντιδράσει. Ότι  ήρθε η ώρα να αποδείξει ότι είναι πλασμένος για τα ωραία και τα υψηλά. Ότι δεν μπορεί να περπατά τάχα μου αμέριμνος. Ότι δεν μπορεί να συνεχίζει τη ζωή του δίπλα σε τέτοια ασχήμια, δίπλα  σε τόσο πόνο, δίπλα σε τόσο θρήνο.  Ότι δεν μπορεί να επιτρέπει! Ότι δεν μπορεί να ξεχνάει. Ότι πρέπει να χτίσει αυτό που γκρεμίζεται. Ότι πρέπει να στηρίξει αυτό που χάνει την ισορροπία του.  Ότι πρέπει να παραμείνει ελεύθερος και δυνατός . Πάση θυσία!

-Μπα; Και θα σε ακούσει; Εδώ παρέδωσε την ελευθερία του χωρίς καμία αντίρρηση. Μπήκαν στο σπίτι του και δεν αντέδρασε. Τον λοιδόρησαν, τον εξαπάτησαν, τον άφησαν ανέστιο και ρακένδυτο και δεν κούνησε το δαχτυλάκι του.  Του πήραν ό,τι πολυτιμότερο είχε, τα παιδιά του! Πόσοι αντέδρασαν; Πόσοι θα ήθελαν να ξεφύγουν από αυτό που τώρα ζουν;

Η ειρωνεία έκανε τα τζάμια του κλειστού παραθύρου να τρίζουν .

-Θα με ακούσει. Γιατί θα είμαι μαζί του στο πεζοδρόμιο. Θα είμαι μαζί στον περίπατό του. Θα γίνω η φωνή της συνείδησής του. Θα τον συντροφεύω τις δύσκολες ώρες που θα αισθάνεται απελπισμένος. Θα του κρατάω το χέρι στον πόνο. Θα του δείξω το δρόμο της επιστροφής. Της επανόδου σε αυτά που έχασε, στα νόμιμα και στα ηθικά.

Σηκώθηκε ζωηρά από την πολυθρόνα που φάνηκε προς στιγμήν να τον είχε καταπιεί. Τέντωσε το σακάκι και τίναξε  τον λαιμό του με σιγουριά.  Χωρίς να κοιτάξει πίσω του κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Άγγιξε το πόμολο.

-Μας κάνεις, είπε η φωνή από το παράθυρο. Από σήμερα πιάνεις δουλειά. Αυτήν την δουλειά που εδώ και χρόνια έπρεπε κάποιος από τους ομοίους σου να είχε κάνει.

Για δευτερόλεπτα έμεινε ακίνητος. Με το χέρι στο πόμολο. Δεν γύρισε πίσω. Δεν έδωσε συνέχεια. Βγήκε. Πέρασε από την ουρά που είχε μεγαλώσει. Άνοιξε την βαριά σκαλιστή πόρτα της εισόδου. Πάτησε γερά στο πεζοδρόμιο. Στάθηκε. Κοίταξε γύρω του. Περνούσε ένας νέος  άνδρας. Θα ‘ταν δεν θα’ ταν είκοσι χρονών. Με μία  θλίψη που δεν ταιριάζει στα λίγα του χρόνια.  Πήγε στο κατόπι του. Τώρα περπατούσε δίπλα του. Σχεδόν τον έπιασε από το χέρι. Και έσκυψε στο αυτί του. Και του μίλησε σιγά.

Για αυτά που είχε ξεχάσει. Για αυτά που δεν του είπε κανείς. Για ό,τι αποσιωπήθηκε. Για ό,τι  έμεινε στο σκοτάδι, για να μην έρθει στο φως.

ΔΕΝ ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΠΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΒΡΕΘΗΚΕ!

  Σημείωση : Αφιερωμένο στους συνοδοιπόρους μου στον δύσκολο αγώνα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία, σε όσους με προσωπικό κόστος αγωνίστηκαν και αγωνίζονται σε πείσμα των καιρών , στους "πεισματάρηδες που αγωνίζονται να εξαλείψουν τη φθορά", στις " ωραίες μειοψηφίες" που "είναι το κάτι άλλο"!

Δεν υπάρχουν σχόλια

Από το Blogger.